ειρηνοδίκης — ο ο κατώτατος δικαστής στην ιεραρχία του δικαστικού κλάδου, που είναι προϊστάμενος ειρηνοδικείου και ασκεί έργο συμβιβαστή μεταξύ των διαδίκων σε μικρές διαφορές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αρμοδιότητα — (Νομ.). Όριο μέσα στο οποίο κάθε δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τις λειτουργίες του. Η α. διακρίνεται σε αστική και ποινική, ανάλογα με το αν αφορά τη λειτουργία της αστικής ή της ποινικής δικαιοσύνης. Ειδικές διατάξεις καθορίζουν την α. των… … Dictionary of Greek
ανατροφή — Η επιμέλεια για τη σωματική και διανοητική υγεία του παιδιού, τη διάπλαση του χαρακτήρα και του πνεύματός του, την επαγγελματική του εκπαίδευση και τη διαφύλαξή του από κάθε κίνδυνο. Την ανατροφική εξουσία εξασκούν οι γονείς. Από την υποχρέωση… … Dictionary of Greek
αρχεδίκης — ἀρχεδίκης, ο (Α) ο νόμιμος ιδιοκτήτης, αυτός που κατέχει κάτι εξαρχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχε * + δίκης < δίκη (πρβλ. αγωνοδίκης, ειρηνοδίκης κ.ά.)] … Dictionary of Greek
δικαστής — Όρος που στη συνήθη του έννοια σημαίνει τον δημόσιο λειτουργό, o οποίος αποτελεί μέλος της δικαστικής αρχής και με την ιδιότητά του αυτή έχει δικαστικές αρμοδιότητες. Αντίθετα, υπό στενή έννοια ο όρος αφορά τους δημόσιους λειτουργούς που είναι… … Dictionary of Greek
ειρηνοποιός — ό (AM εἰρηνοποιός, όν) ειρηνικός, συμβιβαστικός νεοελλ. αυτός που κατευθύνει ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις αρχ. ρωμαίος ειρηνοδίκης … Dictionary of Greek
ειρηνοφύλαξ — ο (Α εἰρηνοφύλαξ) νεοελλ. κατώτερο αστυνομικό όργανο που εκτελούσε τις διαταγές τών δημάρχων και τών αστυνόμων αρχ. 1. φύλακας τής ειρήνης 2. τίτλος αστυνομικού 3. ρωμαίος ειρηνοδίκης … Dictionary of Greek
κατής — Βλ. λ. καδής. * * * και καδής, ο (Μ κατής) Τούρκος δικαστής που δίκαζε επί τη βάσει θρησκευτικού δικαίου, ιεροδικαστής νεοελλ. ειρηνοδίκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kadi] … Dictionary of Greek
κυθηροδίκης — κυθηροδίκης, ὁ (Α) ο διοικητής τών Κυθήρων, ο οποίος, εντεταλμένος από τους Σπαρτιάτες, ασκούσε τη διοικητική και δικαστική εξουσία στο νησί. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κύθηρα + συνδετικό φωνήεν ο + δίκης (< δίκη), πρβλ. ειρηνοδίκης, Ελληνο δίκης] … Dictionary of Greek
σιμωνιακά — Πολύκροτο σκάνδαλο, που αποκαλύφτηκε τον Ιανουάριο του 1875 στην Ελλάδα, και στο οποίο είχαν ανάμειξη γνωστοί πολιτικοί και κορυφαίοι κληρικοί. Συγκεκριμένα, μετά την παραίτηση της κυβέρνησης του Δ. Βούλγαρη, διατυπώθηκαν κατηγορίες εναντίον δύο… … Dictionary of Greek